- πρυτανέων
- πρυτανεύςmasc gen plπρυτανέω̆ν , πρυτανεύςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρυτάνεων — Πρυτάνεω̆ν , Πρύτανις ruler fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνεων — πρυτάνεω̆ν , πρύτανις ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Фаний — (Φανίας, также Φαινίας, Phanias) уроженец лесбийского города Эреса, перипатетик, ученик Аристотеля и друг Феофраста. Плутарх в 13 гл. биографии Фемистокла, приводя от имени Ф. рассказ о жертвоприношении, которое происходило в греческом лагере… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фаний Эресский — (др. греч. Φανίας, также Φαινίας, лат. Phanias)(2 я половина 4 го века до н.э., Эрес, о. Лесбос начало 3 го века до н.э.) древнегреческий философ перипатетик и историк. Ученик Аристотеля и друг Феофраста. Плутарх в 13 главе… … Википедия
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
πρυτανάρχης — ὁ, Α ο αρχηγός τών πρυτάνεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύτανις + άρχης*] … Dictionary of Greek